- κηλοτομία
- κηλοτομ-ία, ἡ,A operation for hernia, Paul.Aeg.6.63.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηλοτομία — η (Α κηλοτομία) [κηλοτομῶ] τομή κήλης, χειρουργική επέμβαση για θεραπεία κήλης … Dictionary of Greek
κηλοτομίαν — κηλοτομίᾱν , κηλοτομία operation for hernia fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλοτομιῶν — κηλοτομία operation for hernia fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλοτομικός — κηλοτομικός, ή, όν (Α) [κηλοτόμος] αυτός που αναφέρεται στην κηλοτομία («κηλοτομική τέχνη», Γαλ.) … Dictionary of Greek